υστεροκαταληψία

υστεροκαταληψία
η, Ν
ιατρ. υστερία με συμπτώματα καταληψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερ-ία + καταληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”